Με αφορμή την μεγάλη κουβέντα που άνοιξε εξαιτίας μιας αναφοράς του πορίσματος του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, το οποίο ανέφερε πως «Το παιδί καθενός είναι μοναδικό και ξεχωριστό για τον ίδιο. Ωστόσο, είναι ένα παιδί ανθρώπων όπως κάθε παιδί ανθρώπων: Διαφορετικό αλλά ίσο, και όχι πριγκίπισσα ή βασιλόπουλο.» αποφάσισα να γράψω μερικές σκέψεις μου.
Παρακάμπτω την προσπάθεια παραπληροφόρησης ορισμένων Μ.Μ.Ε. και επικεντρώνομαι στην ουσία. Γιατί αυτή η διατύπωση; Είναι αντιπαιδαγωγικό να προσφωνεί κάποιος με αυτό τον τρόπο τα παιδιά του; Τα κάνει κακό; Τι θα έπρεπε να κάνει ένας γονιός τελοσπάντων;
Δεν θα συμβουλεύσω κανέναν για τον τρόπο που θα μεγαλώσει τα παιδιά του. Απλώς θα αναφέρω κάποια πορίσματα της παιδαγωγικής ψυχολογίας και της παιδαγωγικής επιστήμης γενικότερα αλλά και τις προσωπικές μου εμπειρίες ως εκπαιδευτικός σε ηλικίες 7-12 για περίπου 30 χρόνια.
Για να εστιάσουμε στο πρόβλημα θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Υποθέτω πως η αναφορά στο πόρισμα έχει να κάνει με την καλλιέργεια “υπερτροφικού εγώ” στα παιδιά από τους γονείς τους.
Έρευνες έχουν καταδείξει πως οι γονείς που υπερ-ενισχύουν τα παιδιά τους κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους, λέγοντάς τους πως είναι ανώτερα από τα άλλα παιδιά και αξίζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν παιδιά με υπερτροφικό εγώ (ναρκισσιστικά παιδιά). Αυτά τα παιδιά μεγαλώνοντας είναι πολύ πιθανόν να γίνουν νάρκισσοι ενήλικες.
Τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν ένα άτομο με ναρκισσιστική προσωπικότητα, είναι: ο εγωκεντρισμός, η επιδειξιομανία, η αλαζονεία, η δυσκολία συναισθηματικής συμμετοχής (ενσυναίσθηση) καθώς επίσης και οι εκμεταλλευτικές διαπροσωπικές σχέσεις. Πολύ συχνά αυτά τα άτομα, ιδιαίτερα αν βιώσουν μια αποτυχία ή ματαιωθούν οι προσδοκίες τους, αναπτύσσουν καταθλιπτικές συμπεριφορές και μειώνεται η ικανότητά τους για δράση και το ενδιαφέρον τους για τη ζωή. Ως παιδιά στο σχολείο μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε από παρόμοιες συμπεριφορές [μερικές φορές αναγνωρίζουμε τις ίδες συμπεριφορές και στους γονείς τους].
Η παραπάνω εκτίμηση βασίζεται σε κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες μάθησης – το άτομο μαθαίνει μέσα από πρότυπα συμπεριφοράς – και διαπιστώθηκε πως, πράγματι, τα παιδιά μαθαίνουν τον ναρκισσισμό τους από τους γονείς τους οι οποίοι τα διδάσκουν πως είναι ανώτερα από τα άλλα παιδιά. Βέβαια σύμφωνα με την ίδια θεωρία τα παιδιά που οι γονείς τους τα συμπεριφέρονται με στοργή και εκτίμηση, μπορεί να εσωτερικεύουν την άποψη ότι είναι ιδιαίτερα άτομα, μια άποψη που βρίσκεται στον πυρήνα της αυτοεκτίμησης. Κι αυτό είναι προφανώς θετικό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού.
Ποια είναι λοιπόν η λεπτή γραμμή μεταξύ της ανάπτυξης ενός ναρκισσιστικού παιδιού κι ενός με υψηλή αυτοεκτίμηση;
Αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όμως υπάρχουν μερικά δεδομένα. Ο κυριώτερος παράγοντας είναι η ηλικία του παιδιού που δέχεται αυτές τις ενισχύσεις. Είναι γνωστό από τη Γνωστική Ψυχολογία πως περίπου στην ηλικία των 7-8 ετών τα παιδιά αναπτύσσουν την ικανότητα να περιγράφουν πότε είναι ικανοποιημένα με τον εαυτό τους και να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τα άλλα παιδιά “είμαι καλύτερη στα μαθήματα από όλα τα παιδιά στην τάξη”, “δεν τα καταφέρνω καλά στον αθλητισμό” κλπ. Αυτή είναι η ηλικία που οι γονείς μπορεί να έχουν πολύ μεγάλη επίδραση στα παιδιά τους με τις πράξεις, τα λόγια τους και το παράδειγμά τους . Αυτό δεν σημαίνει πως η επίδραση αυτή θα είναι καθοριστική και μόνιμη, αλλά απλώς τονίζω αυτό το σημαντικό παράγοντα.
Εδώ το σχολείο, οι εκπαιδευτικοί και οι παιδαγωγικές πρακτικές παίζουν εξίσου καίριο ρόλο. Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναπτύξουν στα παιδιά θετικά αισθήματα τονώνοντας την αυτοπεποίθεση, ενισχύοντας την αυτεκτίμηση και δείχνοντας κατανόηση και στοργή στις ανάγκες των παιδιών.
Με αυτή την οπτική ίσως να αντιληφθούν πολλοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί πόσο σημαντικό είναι να αναπτύξουν τέτοιες παιδαγωγικές πρακτικές που να λαμβάνουν υπόψη τους τα πορίσματα της παιδαγωγικής ψυχολογίας για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών. Το κρίσιμο χρονικό διάστημα εντοπίζεται στη σχολική ηλικία και μάλιστα κατά τη διάρκεια φοίτησης στο δημοτικό [7-12 ετών].
Και τι θα κάνουμε με τις γιαγιάδες που “πασά” τον ανεβάζουν, “πασά” τον κατεβάζουν τον κανακάρη μας;
Αν θέλετε έναν ενήλικο “πασά” μην κάνετε το παραμικρό…
Μου αρέσει αυτό:
Like Φόρτωση...
Ιούν 1 2016
Φίλα το βάτραχό σου … [ή “Πριγκίπισσες και βασιλόπουλα”]
Με αφορμή την μεγάλη κουβέντα που άνοιξε εξαιτίας μιας αναφοράς του πορίσματος του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, το οποίο ανέφερε πως «Το παιδί καθενός είναι μοναδικό και ξεχωριστό για τον ίδιο. Ωστόσο, είναι ένα παιδί ανθρώπων όπως κάθε παιδί ανθρώπων: Διαφορετικό αλλά ίσο, και όχι πριγκίπισσα ή βασιλόπουλο.» αποφάσισα να γράψω μερικές σκέψεις μου.
Παρακάμπτω την προσπάθεια παραπληροφόρησης ορισμένων Μ.Μ.Ε. και επικεντρώνομαι στην ουσία. Γιατί αυτή η διατύπωση; Είναι αντιπαιδαγωγικό να προσφωνεί κάποιος με αυτό τον τρόπο τα παιδιά του; Τα κάνει κακό; Τι θα έπρεπε να κάνει ένας γονιός τελοσπάντων;
Δεν θα συμβουλεύσω κανέναν για τον τρόπο που θα μεγαλώσει τα παιδιά του. Απλώς θα αναφέρω κάποια πορίσματα της παιδαγωγικής ψυχολογίας και της παιδαγωγικής επιστήμης γενικότερα αλλά και τις προσωπικές μου εμπειρίες ως εκπαιδευτικός σε ηλικίες 7-12 για περίπου 30 χρόνια.
Για να εστιάσουμε στο πρόβλημα θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Υποθέτω πως η αναφορά στο πόρισμα έχει να κάνει με την καλλιέργεια “υπερτροφικού εγώ” στα παιδιά από τους γονείς τους.
Έρευνες έχουν καταδείξει πως οι γονείς που υπερ-ενισχύουν τα παιδιά τους κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους, λέγοντάς τους πως είναι ανώτερα από τα άλλα παιδιά και αξίζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν παιδιά με υπερτροφικό εγώ (ναρκισσιστικά παιδιά). Αυτά τα παιδιά μεγαλώνοντας είναι πολύ πιθανόν να γίνουν νάρκισσοι ενήλικες.
Τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν ένα άτομο με ναρκισσιστική προσωπικότητα, είναι: ο εγωκεντρισμός, η επιδειξιομανία, η αλαζονεία, η δυσκολία συναισθηματικής συμμετοχής (ενσυναίσθηση) καθώς επίσης και οι εκμεταλλευτικές διαπροσωπικές σχέσεις. Πολύ συχνά αυτά τα άτομα, ιδιαίτερα αν βιώσουν μια αποτυχία ή ματαιωθούν οι προσδοκίες τους, αναπτύσσουν καταθλιπτικές συμπεριφορές και μειώνεται η ικανότητά τους για δράση και το ενδιαφέρον τους για τη ζωή. Ως παιδιά στο σχολείο μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε από παρόμοιες συμπεριφορές [μερικές φορές αναγνωρίζουμε τις ίδες συμπεριφορές και στους γονείς τους].
Η παραπάνω εκτίμηση βασίζεται σε κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες μάθησης – το άτομο μαθαίνει μέσα από πρότυπα συμπεριφοράς – και διαπιστώθηκε πως, πράγματι, τα παιδιά μαθαίνουν τον ναρκισσισμό τους από τους γονείς τους οι οποίοι τα διδάσκουν πως είναι ανώτερα από τα άλλα παιδιά. Βέβαια σύμφωνα με την ίδια θεωρία τα παιδιά που οι γονείς τους τα συμπεριφέρονται με στοργή και εκτίμηση, μπορεί να εσωτερικεύουν την άποψη ότι είναι ιδιαίτερα άτομα, μια άποψη που βρίσκεται στον πυρήνα της αυτοεκτίμησης. Κι αυτό είναι προφανώς θετικό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού.
Ποια είναι λοιπόν η λεπτή γραμμή μεταξύ της ανάπτυξης ενός ναρκισσιστικού παιδιού κι ενός με υψηλή αυτοεκτίμηση;
Αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όμως υπάρχουν μερικά δεδομένα. Ο κυριώτερος παράγοντας είναι η ηλικία του παιδιού που δέχεται αυτές τις ενισχύσεις. Είναι γνωστό από τη Γνωστική Ψυχολογία πως περίπου στην ηλικία των 7-8 ετών τα παιδιά αναπτύσσουν την ικανότητα να περιγράφουν πότε είναι ικανοποιημένα με τον εαυτό τους και να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τα άλλα παιδιά “είμαι καλύτερη στα μαθήματα από όλα τα παιδιά στην τάξη”, “δεν τα καταφέρνω καλά στον αθλητισμό” κλπ. Αυτή είναι η ηλικία που οι γονείς μπορεί να έχουν πολύ μεγάλη επίδραση στα παιδιά τους με τις πράξεις, τα λόγια τους και το παράδειγμά τους . Αυτό δεν σημαίνει πως η επίδραση αυτή θα είναι καθοριστική και μόνιμη, αλλά απλώς τονίζω αυτό το σημαντικό παράγοντα.
Εδώ το σχολείο, οι εκπαιδευτικοί και οι παιδαγωγικές πρακτικές παίζουν εξίσου καίριο ρόλο. Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναπτύξουν στα παιδιά θετικά αισθήματα τονώνοντας την αυτοπεποίθεση, ενισχύοντας την αυτεκτίμηση και δείχνοντας κατανόηση και στοργή στις ανάγκες των παιδιών.
Με αυτή την οπτική ίσως να αντιληφθούν πολλοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί πόσο σημαντικό είναι να αναπτύξουν τέτοιες παιδαγωγικές πρακτικές που να λαμβάνουν υπόψη τους τα πορίσματα της παιδαγωγικής ψυχολογίας για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών. Το κρίσιμο χρονικό διάστημα εντοπίζεται στη σχολική ηλικία και μάλιστα κατά τη διάρκεια φοίτησης στο δημοτικό [7-12 ετών].
Και τι θα κάνουμε με τις γιαγιάδες που “πασά” τον ανεβάζουν, “πασά” τον κατεβάζουν τον κανακάρη μας;
Αν θέλετε έναν ενήλικο “πασά” μην κάνετε το παραμικρό…
Μοιράσου:
Μου αρέσει αυτό:
Από admin • Παιδαγωγικά • 0